- καθεῖρπεν
- καθεῖρπενκαθέρπωcreep: imperf ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καθεῖρπεν — καθέρπω creep imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέρπω — (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.) 2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἕρπω] … Dictionary of Greek